διαξύω

διαξύω
(Α διαξύω) [ξύω]
αυλακώνω ή ρυτιδώνω επιφάνεια
αρχ.
κατατεμαχίζω, λειανίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διάξυσμα — το (Α διάξυσμα) [διαξύω] η αυλάκωση τής λεπίδας σπαθιού ή λόγχης, κοντακίου όπλου κ.λπ. αρχ. 1. ράβδωση κιόνων 2. απόξεσμα, ψήγμα, ρίνισμα …   Dictionary of Greek

  • ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”